μετακυκλούμαι

Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Greek Monolingual

μετακυκλοῦμαι, -έομαι (Α)
(για τους αστέρες) μεταβάλλω την τροχιά μου («ἄλλοτε δὲ ἄλλα πρᾱττον πλανᾱσθαί τε καὶ μετακυκλεῑσθαι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυκλοῦμαι «μεταβάλλομαι» (< κύκλος)].