μετακυκλούμαι

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

μετακυκλοῦμαι, -έομαι (Α)
(για τους αστέρες) μεταβάλλω την τροχιά μου («ἄλλοτε δὲ ἄλλα πρᾱττον πλανᾱσθαί τε καὶ μετακυκλεῖσθαι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κυκλοῦμαι «μεταβάλλομαι» (< κύκλος)].