Ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → Injustice: the state of despising the laws
νεβροῦμαι, -όομαι (Α) νεβρόςμεταβάλλομαι σε νεβρό («κεφαλήν φάσματι νεβρωθεῑσαν», Νόνν.).