συμποιώ

From LSJ
Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ποιῶ
συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῦν τος αὐτοῑς τοῦ Φίλωνος», πάπ.)
αρχ.
συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.).

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ποιῶ
συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῦν τος αὐτοῑς τοῦ Φίλωνος», πάπ.)
αρχ.
συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.).