εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ἡμιλιτριαῑος, -αία, -ον (Α)αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)].