ημιλιτριαίος

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

ἡμιλιτριαῖος, -αία, -ον (Α)
αυτός που ζυγίζει μισή λίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λιτριαίος (μτγν. τ. του λιτραίος < λίτρον)].