ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
εἰκαῑος, -α, -ον (Α) εικῄ1. μάταιος, άσκοπος2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός4. ασήμαντος.