Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
λιναῑος, -αία, -ον (Α) λίνον
1. σχετικός με το λίνο («λιναῑος φόρος», πάπ.)
2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.).