λιναίος

From LSJ
Revision as of 12:22, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

λιναῑος, -αία, -ον (Α) λίνον
1. σχετικός με το λίνο («λιναῑος φόρος», πάπ.)
2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.).