δαμαίος

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320

Greek Monolingual

ο (Α Δαμαῑος)
νεοελλ.
βιολ. γένος ακάρεων
αρχ.
Δαμαῑος
επίκληση του Ποσειδώνος στην Κόρινθο, ιπποδαμαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. Δαμαίος < (θ.) δαμα- (πρβλ. αόρ. εδάμασα) του ρ. δάμνημι].