ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
εὐθηνῶ, -έω (Α)ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῡσι», ΠΔβ. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ευθενώ].