πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
ἀντακαῖος, ο (Α)1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» — το χαβιάρι.