εξημερώνω
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Greek Monolingual
(AM ἐξημερῶ, -όω) ημερώ
μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν»)
2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾶλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.)
3. καταπραΰνω.