κατώγειος
German (Pape)
[Seite 1406] dasselbe, Geopon., att. κατώγεως, Suid.
Greek Monolingual
κατώγειος, -ον (Α)
κατάγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -γειος (< γαῑα), πρβλ. επί-γειος, υπό-γειος].
[Seite 1406] dasselbe, Geopon., att. κατώγεως, Suid.
κατώγειος, -ον (Α)
κατάγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -γειος (< γαῑα), πρβλ. επί-γειος, υπό-γειος].