κατάγειος

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγειος Medium diacritics: κατάγειος Low diacritics: κατάγειος Capitals: ΚΑΤΑΓΕΙΟΣ
Transliteration A: katágeios Transliteration B: katageios Transliteration C: katageios Beta Code: kata/geios

English (LSJ)

Ion. κατάγαιος, ον,
A under the earth, subterranean, θησαυρός Hdt.2.150; οἰκήματα Id.3.97, etc.; οἰκίαι X.An.4.5.25; οἴκησις Pl.R. 514a, Prt.320e; ἐκ τοῦ καταγείου = from below ground, Id.R.532b; οἰκίσκος κατάγειος v.l. in Paul.Aeg.6.21.
II on the ground, τὰ κατάγεια ground-floor rooms, opp. ὑπερῷα, D.H.10.32; στρουθοὶ κατάγειοι ostriches, Hdt.4.175, 192; cf. κατώγειος.
2 Subst., κατάγειον or κατάγαιον, τό, cellar, POxy.75.19 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1341] att. Form für κατάγαιος nach Phryn. in B. A. 47, 14, unterirdisch, unter die Erde gehend; ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος Plat. Rep. VII, 532 b; οἴκησις ib. 514 a; Xen. An. 4, 5, 19; Folgde. – Vgl. Lob. zu Phryn. 297.

French (Bailly abrégé)

att. c. κατάγαιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάγειος -ον [κατά, γῆ] Ion. κατάγαιος ondergronds:. ἐκ τοῦ καταγείου van onder de grond Plat. Resp. 532b. op de grond, d.w.z. niet vliegend:. στρουθοὶ κατάγαιοι struisvogels Hdt. 4.175.1.

Russian (Dvoretsky)

κατάγειος: подземный (οἴκησις Xen., Plat.; μελετητήριον Plut.).

Greek Monolingual

κατάγειος, ιων. τ. κατάγαιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, ο υπόγειος («αἱ δ' οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι», Ξεν.)
2. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, ο επίγειος («στρουθοὶ κατάγαιοι» — πτηνά που τρέχουν πάνω στο έδαφος, οι στρουθοκάμηλοι, Ηρόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάγειον ή κατάγαιον
υπόγειο, κελάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατὰ γῆς].

Greek Monotonic

κατάγειος: Ιων. κατά-γαιος, -ον (γῆ), ο εντός ή ο κάτω από τη γη, υπόγειος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγειος: Ἰων. κατάγαιος, ον, (γέα, γῆ), ἐντὸς τῆς γῆς, ὑπὸ τὴν γῆν, ὑπόγειος, θησαυροὶ κατάγαιοι Ἡρόδ. 2. 150· κατάγαιον οἴκημα ὁ αὐτ. 3. 97, κτλ.· αἱ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· κατάγειος οἴκησις Πλάτ. Πολ. 514Α, Πρωτ. 320Ε· ἐκ τοῦ καταγείου, κάτωθεν τοῦ ἐδάφους, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 532Β· τὰ κατάγεια, δωμάτια ἰσόγεια, τοῦ ἰσογείου πατώματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὑπερῷα Διον. Ἁλ. 10. 32. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρουθοὶ κατάγαιοι, ἴδε στρουθὸς ΙΙ. Τύπος τις κατώγειος = κατάγειος, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Γεωπ. 9. 22, 2, καὶ κατώγεως παρὰ τῷ Σουΐδ, προσέτι κατώγαιος παρὰ τῷ Ἀλεξ. Τραλλ. 11. σ. 137· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 297.

Middle Liddell

κατά-γαιος, ον [γῆ]
in or under the earth, underground, subterranean, Hdt., Xen., etc.

Translations

subterranean

Belarusian: падземны; Bulgarian: подземен; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地底, 地下; Czech: podzemní; Dutch: onderaards; Finnish: maanalainen; French: souterrain; German: unterirdisch; Greek: υπόγειος; Ancient Greek: ὑπόγειος, χθόνιος, κατάγειος, κατάγαιος; Hebrew: תַּת קַרְקָעִי‎; Hungarian: föld alatti; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下の; Kazakh: жерасты; Latin: subterraneus; Old English: eorþen; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Russian: подземный; Slovak: podzemný; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערערדיש‎

underground

Belarusian: падземны; Catalan: subterrani; Chinese Mandarin: 地下; Czech: podzemní; Dutch: ondergronds; Esperanto: subtera; Finnish: maanalainen; French: souterrain; Georgian: მიწისქვეშა; German: unterirdisch, Untegrund-; Greek: υπόγειος; Ancient Greek: ὑπόγειος, ὑπόνομος, χθόνιος; Hungarian: föld alatti; Icelandic: neðanjarðar; Ido: subtera; Italian: sotterraneo; Japanese: 地下; Korean 땅속, 땅굴, 땅밑, 땅아래, 지하(地下); Latin: subterraneus; Macedonian: подземен; Maori: rarowhenua; Norwegian Bokmål: underjordisk; Polish: podziemny; Portuguese: subterrâneo; Romanian: subteran; Russian: подземный; Serbo-Croatian Cyrillic: подземан; Roman: podzeman; Spanish: subterráneo; Swedish: underjordisk; Ukrainian: підземний; Yiddish: אונטערגרונט‎, אונטערערדיש‎