κατώγειος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

German (Pape)

[Seite 1406] dasselbe, Geopon., att. κατώγεως, Suid.

Greek Monolingual

κατώγειος, -ον (Α)
κατάγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -γειος (< γαῖα), πρβλ. επίγειος, υπόγειος].