Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Full diacritics: λογχαῖος | Medium diacritics: λογχαῖος | Low diacritics: λογχαίος | Capitals: ΛΟΓΧΑΙΟΣ |
Transliteration A: lonchaîos | Transliteration B: lonchaios | Transliteration C: logchaios | Beta Code: logxai=os |
α, ον, (λόγχη A) A of or with a spear, Suid.
λογχαῖος: -α, -ον, (λόγχη) ὁ μετὰ λόγχης, λογχίτης, Σουΐδ.
λογχαῖος, -αία, -ον (Α) λόγχη
αυτός που ανήκει σε λόγχη ή αυτός που κρατά λόγχη.