μεταυτίκα

Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῐ], Adv. A just after, presently after, Hdt.2.161, 5.112.

German (Pape)

[Seite 156] gleich nachher, darauf, Her. 5, 112.

Greek (Liddell-Scott)

μεταυτίκα: [ῐ], = αὐτίκα μετὰ ταῦτα, εὐθύς, ἀμέσως μετὰ ταῦτα, Ἡρόδ. 2. 161., 5. 112.

French (Bailly abrégé)

adv.
aussitôt après.
Étymologie: μετά, αὐτίκα.

Greek Monolingual

μεταυτίκα (Α)
επίρρ. ευθύς, αμέσως μετά από αυτά, αμέσως κατόπιν («καὶ μεταυτίκα τελευτήσαντος ἐξεδέξατο», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αὐτίκα «αμέσως»].

Greek Monotonic

μεταυτίκα: [ῐ], επίρρ., αμέσως μετά, χωρίς καθυστέρηση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μεταυτίκᾰ: (ῐ) adv. тотчас же после этого Her.

Middle Liddell


just after, presently after, Hdt.