ψακαλοῦχος
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ον, (ἔχω) A having young, μητέρες ψ. mothers with their young, S.Fr.793 (anap.); cf. ψαικαλοῦχον.
German (Pape)
[Seite 1390] Junge habend, μητέρες, Mütter mit ihren Jungen, Soph. frg. 962.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰκᾰλοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων νεογνά, μητέρες ψ., μετὰ τῶν νεογνῶν αὐτῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 962.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει νεογνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάκαλον «νεογνό» + -οῦχος (< ἔχω)].
Russian (Dvoretsky)
ψᾰκᾰλοῦχος: имеющий детенышей (μητέρες αἶγες Soph.).