Δαυχναφόριος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ὁ, prob. epith. of Apollo in Cyprus, Ber. Sächs. Ges. 1908.3; cf. Δαυχναῖος, patron. fr. Δαύχνας, IG 9(2).1228.26. (Perh. akin not to δάφνη, but to δαῦκος.)
Greek Monolingual
Δαυχναφόριος, ο (Α)
πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κυπριακή λ. < δαύχνα (παράλληλος τ. του δάφνη, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + -φόριος < -φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)].