καλλίπυγος

From LSJ
Revision as of 10:33, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπῡγος Medium diacritics: καλλίπυγος Low diacritics: καλλίπυγος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΥΓΟΣ
Transliteration A: kallípygos Transliteration B: kallipygos Transliteration C: kallipygos Beta Code: kalli/pugos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A with beautiful πυγή, Cerc.14; epith.of Aphrodite, Ath.12.554c: Comp., ibid.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπῡγος: -ον, ὁ, ἡ, = καλὴν τὴν πυγὴν ἔχων, Κερκιδᾶς παρ’ Ἀθήν. 554D· ὄνομα περιφήμου ἀγάλματος τῆς Ἀφροδίτης ἤδη ἐν Νεαπόλει εὑρισκομένου, Müller Archäol, d. Kunst § 377. 2.

Greek Monolingual

καλλίπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. λευκό-πυγος, μελάμ-πυγος].