ἀθροίσιμος
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
German (Pape)
[Seite 47] ἡμέρα, Versammlungstag, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθροίσιμος: ἡμέρα, = ἡμέρα συναθροίσεως, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
señalado por una asambleade un día festivo ἡμέρα τῶν Ἐπιφανίων, καὶ ἀ. Gr.Naz.M.36.561C.