δυσλέαντος
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
(λεαίνω) A hard to pound or bray, Archig. ap. Aët. 3.184.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλέαντος: (λεαίνω) δυσκόλως τριβόμενος, ῥίζαι Ἰατρ.
Spanish (DGE)
-ον difícil de machacarde raíces, Archig. en Aët.3.184.