δυσλέαντος
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
(λεαίνω) hard to pound or bray, Archig. ap. Aët. 3.184.
Spanish (DGE)
-ον difícil de machacar de raíces, Archig. en Aët.3.184.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλέαντος: (λεαίνω) δυσκόλως τριβόμενος, ῥίζαι Ἰατρ.