ἀνασκαφή
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English (LSJ)
ἡ, A digging up, Str.9.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκᾰφή: ἡ, τὸ ἀνασκάπτειν, Στράβ. 421.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
excavaciónde los cimientos de un templo παύσασθαι τῆς ἀνασκαφῆς Str.9.3.8, cf. PLille 1.re.8 (III a.C.), para la construcción de presas SB 9363.5, 15, 16 (III d.C.), de una mina, Aq.Ge.49.5.
Greek Monolingual
η (Α ἀνασκαφή) ανασκάπτω
η ενέργεια του ανασκάπτω, ανόρυξη, σκάψιμο.