βίσονας

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools

Source

Greek Monolingual

ο (Α βίσων, -ωνος)
ζώο που ανήκει στο γένος των Αρτιοδάκτυλων θηλαστικών και είναι μεγαλύτερο από το βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. γερμανικής προέλευσης, η οποία εισήχθη στην Ελληνική πιθ. μέσω του λατ. bison (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. wisunt)].