γνυξ

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

γνύξ επίρρ. (Α)
στα γόνατα ή με λυγισμένα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας και με κατάληξη -ξ αναλογικά προς άλλα επιρρήματα (πρβλ. λαξ, πυξ κ.ά.)].