δενδρώεις

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

German (Pape)

[Seite 546] = δενδρήεις, κῆπος Nonn. D. 18, 127.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρώεις: εσσα, εν, =δενδρήεις, Νόνν. Δ. 18. 127.

Greek Monolingual

δενδρώεις, -εσσα, -εν (Α)
ο δενδρήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώεις. Το –ω- του επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)].