ερυθρόδανο

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].