εταζέρα

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source

Greek Monolingual

η
1. έπιπλο με οριζόντια ή και μερικά κάθετα χωρίσματα για τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων, που χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως βιβλιοθήκη
2. σανίδα ή σανίδες στερεωμένες στον τοίχο (ράφια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. etagere < etage «όροφος, πάτωμα»)].