ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you
ἑτοιμόφλεκτος, -ον (Μ)αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].