ζωοθετώ

Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Greek Monolingual

ζωοθετῶ, -έω (Α)
ζωοποιώ. εμβάλλω σε κάποιον ζωή, κάνω κάποιον ζωντανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -θετώ (< -θέτης < τί-θη-μι), πρβλ. αγωνο-θέτης > αγωνο-θετώ].