Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
ζωοθετῶ, -έω (Α)
ζωοποιώ. εμβάλλω σε κάποιον ζωή, κάνω κάποιον ζωντανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(Ι) + -θετώ (< -θέτης < τί-θη-μι), πρβλ. αγωνο-θέτης > αγωνο-θετώ].