Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
-ές (AM ἡδυπαθής, -ές)
αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές της σάρκας, φιλήδονος
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές
ήδυπάθεια, φιληδονία.
επίρρ...
ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς)
με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. α-παθής, ευ-παθής].