ἡδυπαθής
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
ἡδυπαθές, (παθεῖν) living pleasantly, enjoying oneself, luxurious, Antiph.91, Aristox.Fr.Hist.15.
German (Pape)
[Seite 1154] ές, wohllebend, steh dem Vergnügen ergebend, Hesych. φιλήδονος; Antiphan. Ath. XII, 526 d (neben ἁβρός, von den Ioniern), vgl. 545 a.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se livre au plaisir, sensuel, mou.
Étymologie: ἡδύς, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
ἡδυπᾰθής: полный наслаждений (βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπᾰθής: -ές, (παθεῖν) ζῶν ἡδονικῶς, φιλήδονος, Ἀντιφ. Δωδ. 1, Ἀθήν. 545Α. -Ἐπίρρ. -θῶς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ές (AM ἡδυπαθής, -ές)
αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές της σάρκας, φιλήδονος
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές
ήδυπάθεια, φιληδονία.
επίρρ...
ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς)
με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -παθής (< πάθος), πρβλ. απαθής, ευπαθής].
Greek Monotonic
ἡδυπᾰθής: -ές (παθεῖν), αυτός που ζει ηδονικά, φιλήδονος, πολυτελής ακριβός.