οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ηφυσ. βλ. ηλεκτροστατικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrostatics < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + statics (πρβλ. στατική)].