ἡλόπληκτος, -ον (Μ)ο πληγωμένος με καρφί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ-πληκτος, θαλασσό-πληκτος].