ησυχικός
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
ἡσυχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγαπά την ησυχία, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -ικος (πρβλ. θε-ικός, φιλοσοφ-ικός)].