φιλήσυχος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
φιλήσυχον, fond of rest, peaceful, Paul.Al.M. 4.
German (Pape)
[Seite 1277] Ruhe liebend, ruhig, friedlich, Suid., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήσῠχος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἡσυχίαν, εἰρηνικός, Συμ. Μεταφρ. ἐν Βίῳ Χρυσ. τ. 8. σ. 378, 27, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλήσυχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποστρέφεται τις έριδες και τις φιλονικίες
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) νομοταγής, νομιμόφρονας («φιλήσυχος πολίτης»).
επίρρ...
φιλησύχως και φιλήσυχα Ν
με φιλήσυχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ήσυχος].