φιλήσυχος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήσῠχος Medium diacritics: φιλήσυχος Low diacritics: φιλήσυχος Capitals: ΦΙΛΗΣΥΧΟΣ
Transliteration A: philḗsychos Transliteration B: philēsychos Transliteration C: filisychos Beta Code: filh/suxos

English (LSJ)

φιλήσυχον, fond of rest, peaceful, Paul.Al.M. 4.

German (Pape)

[Seite 1277] Ruhe liebend, ruhig, friedlich, Suid., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήσῠχος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν ἡσυχίαν, εἰρηνικός, Συμ. Μεταφρ. ἐν Βίῳ Χρυσ. τ. 8. σ. 378, 27, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλήσυχος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποστρέφεται τις έριδες και τις φιλονικίες
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) νομοταγής, νομιμόφρονας («φιλήσυχος πολίτης»).
επίρρ...
φιλησύχως και φιλήσυχα Ν
με φιλήσυχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ήσυχος].