ἡσυχικός

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχικός Medium diacritics: ἡσυχικός Low diacritics: ησυχικός Capitals: ΗΣΥΧΙΚΟΣ
Transliteration A: hēsychikós Transliteration B: hēsychikos Transliteration C: isychikos Beta Code: h(suxiko/s

English (LSJ)

ἡσυχική, ἡσυχικόν, peaceable, in Sup., prob. in Plot.3.8.6.

Greek Monolingual

ἡσυχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγαπά την ησυχία, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -ικος (πρβλ. θεικός, φιλοσοφικός)].