ηλίανθος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα, κν. ήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. helianthus < heli- (πρβλ. ήλιο-) + -anthus (πρβλ. άνθος)].