θεοδόχος
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
German (Pape)
[Seite 1195] = θεοδέγμων, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοδόχος: -ον, δεχομένη ἢ δεξαμένη τὸν θεόν, ἐπὶ τῆς Παρθένου, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
θεοδόχος και θειοδόχος, -ον (AM)
αυτός που δέχεται ή δέχθηκε τον θεό («ἔχουσα ή Παρθένος θεοδόχον τήν μήτραν», Ακ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δοχος (< δέχομαι), πρβλ. ζωο-δόχος, ξενο-δόχος].