θεόρατος
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
-η, -ο
πολύ μεγάλος ή πολύ ψηλός, υπερμεγέθης, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -όρατος (< ορώ), πρβλ. α-δι-όρατος, α-όρατος].