θυλακίσκιον

From LSJ
Revision as of 21:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

German (Pape)

[Seite 1222] τό, dim. zum Folgdn, Ar. bei Poll. 10, 172, Bekker aber lies't θυλακίσκος.

Greek Monolingual

θυλακίσκιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυλακίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυλακίσκος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. κοράσ-ιον, παιδ-ίον)].

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκίσκιον: τό мешочек Arph.