πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
ἱματίτσιν, τὸ (Μ)ένδυμα, ρούχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + κατάλ. -ίτσιν (πρβλ. κορ-ίτσιν)].