ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
ἱματίτσιν, τὸ (Μ)
ένδυμα, ρούχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + κατάλ. -ίτσιν (πρβλ. κορίτσιν)].