Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἰοθαλής, -ές (Α)θαλερός ή ανθηρός από τα ία που περιέχει («στεφάνους ἰοθαλέας», Φιλόξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αει-θαλής, ορει-θαλής].