Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιοθαλής

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

ἰοθαλής, -ές (Α)
θαλερός ή ανθηρός από τα ία που περιέχει («στεφάνους ἰοθαλέας», Φιλόξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αειθαλής, ορειθαλής].