ανθηρός
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀνθηρός, -ά, -όν) άνθος
(για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένος
νεοελλ.
μτφ.
1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος
2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί
3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα» — μεγάλη οικονομική ευχέρεια
αρχ.
1. ανθισμένος, γεμάτος λουλούδια
2. μτφ. δροσερός, ακμαίος, νέος
3. μτφ. (για μουσική) νέος, σύγχρονος
4. (για πρόσωπα) ευχάριστος
5. (για χρώματα) ζωηρόχρωμος, λαμπερός, στιλπνός
6. εξαίρετος, λαμπρός
7. (για λογοτεχνικό ύφος ή μουσική) χαριτωμένος, κομψός, γλαφυρός, αρμονικός
8. «τᾱς μανίας δεινὸν ἀνθηρόν τε μένος» (Σοφ.)
το φοβερό το θρασομάνισμά του και τ' άγριο φούντωμα της λύσσας του (Γρυπάρης)
9. επίρρ. ανθηρώς
επιφώνημα επιδοκιμασίας.