δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
ἰθύγραμμος, -ον (Α)ευθύγραμμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. εύ-γραμμος, ευθύ-γραμμος].