ισοτριβής
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
ἰσοτριβής, -ές (Α)
αυτός που πιέζει εξίσου τα καθίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. μεσο-τριβής, νεο-τριβής].